καταπορνοκοπώ

καταπορνοκοπώ
καταπορνοκοπῶ, -έω (Α)
ξοδεύω, δαπανώ σε πόρνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + πορνο-κοπῶ «είμαι προαγωγός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”